- σιμιτζής
- ο(λ. τουρκ.), κουλουροπώλης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιμιτζής — και σημιτζής, ο, Ν αυτός που φτειάχνει ή που πουλάει σιμίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμίτι + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
σημιτζής — ο, Ν βλ. σιμιτζής … Dictionary of Greek
simit — SIMÍT, simiţi, s.m. Un fel de covrig turtit făcut din cocă mai moale decât a covrigilor obişnuiţi, presărat cu seminţe de susan. – Din tc. simit. Trimis de RACAI, 11.09.2008. Sursa: DEX 98 SIMÍT s. v. susan. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa … Dicționar Român